Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Λευκή πανσέληνος;

Είχα την εντύπωση ότι "(η)λιόκρουση" είναι το άσπρο φεγγάρι που φαίνεται αχνά στον ουρανό, λίγο ή και αρκετά πριν το ηλιοβασίλεμα. Νόμιζα μάλιστα πως η λέξη προέρχεται από τον Καζαντζάκη, αυτός όμως με διαψεύδει στους στίχους 1203-1207 της Ραψωδίας Ξ της "Οδύσσειας":

Ο γήλιος πίσω πίσω πια βασίλευε κι ανηφορούσε αντίκρα, 
µαλαµατένιο µες στη λιόκρουση τ’ ολόγιοµο φεγγάρι·
τ' άστρα τα δυο αχνογέλασαν γνεφτά σαν άντρας και γυναίκα
και χώρισαν· ο γήλιος κύλησε µες στα βουνά και χάθη
και το φεγγάρι χλώµιασε κι αργά στο σούρουπο εκρεµάστη. 

Τόσο μαλαματένιο λοιπόν το φεγγάρι της λιόκρουσης ... που ειδικά στην Κεφαλονιά "λιόκρουση" σημαίνει "ίκτερος";! Και υποχρεωτικά ολόγιομο; Όταν δηλαδή δεν πάμε για πανσέληνο ο ήλιος δεν κρούει το φεγγάρι, δεν το λευκαίνει πριν δύσει; Τελευταία μου ελπίδα ο Μίνως Αργυράκης και το διήγημα του Ηλιόκρουση στο Montparnasse (Η ΛΕΞΗ, τεύχος 20, σελ. 814-817, Δεκέμβριος 1982):  

Και την ξανακοίταξα. "Μη μ' αφήνεις!... μη μ' αφήνεις..." τραγουδούν τα βλέφαρα της. Μοιάζει με τη Σελήνη, την ώρα που παίρνει τη θέση του Ήλιου. Την ώρα της Ηλιόκρουσης. Μόλις πάει αυτός να ξαπλώσει στο καθημερινό βουνίσιο κρεβάτι του. Τα μάτια της είναι τώρα μεγάλα ανοιγμένα αμύγδαλα, βουρκώνουν, βρέχονται, μουσκεύουν από μέσα, μα δε θέλουν να το δείξουν. Χαμογελούν όμως, κρύβουν και βουλώνουν μια σχισμή, μια χαραμάδα, απ' όπου ήταν έτοιμα να κατρακυλήσουν τα δάκρυα της. Οι φεγγαροσταγόνες της. Μα δεν τ' άφηνε. Ακούει πάλι το τραγούδι πολλές φορές και τώρα πια τα χαμόγελα μας βγάζουν καρπούς από δυνατά γέλια, ασυγκράτητα, φωναχτά. Ουρλιαχτό χαράς, ευφορίας. Είχαμε ξαφνικά γνωριστεί. Γεννιόμαστε από της ίδια μελωδία. Κι ακόμα δεν είχανε περάσει παρά μερικές ώρες από την ώρα που την συνάντησα χθες τη νύχτα αργά, μετά τα μεσάνυχτα, στο μπαρ "Τα Σύννεφα".